Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερομεταφορέας ο [aerometaforéas] Ο21 : εταιρεία, οργανισμός κτλ. που αναλαμβάνει αεροπορικές μεταφορές: Ο εθνικός ~.
[λόγ. αερο- + μεταφορέας μτφρδ. αγγλ. air transport]



