Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αερομεταφερόμενος -η -ο [aerometaferómenos] Ε5 : που μεταφέρεται με αεροπλάνα. || (στρατ.): Aερομεταφερόμενες μονάδες.
[λόγ. αερο- + μεταφερόμενος μπε. του μεταφέρω κατά το αερομεταφορά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερομεταφερόμενος, -η, -ο [aerometaferómenos]
- air-transported (and transportable), airborne:
- αερομεταφερομένη μονάδα air-transported unit |
- αερομεταφερόμενα στρατεύματα air-transported troops
[cpd w. prpp μεταφερόμενος]
- air-transported (and transportable), airborne:



