Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεριόφως
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεριόφως το [aeriófos] Ο γεν. αεριόφωτος : το φωταέριο ή φως που παράγεται από αυτό.

[λόγ. αεριο- + φως μτφρδ. γαλλ. lumière de gaz ή αγγλ. gaslight]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριόφως [aeriófos] το, gen αεριόφωτος, no pl (& D αεριόφωτο) kath
  • coal gas; illuminating or lighting gas (syn αεριόφωτο)

[neol, cpd w. φως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go