Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αερισμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αερισμένος, -η, -ο [aerizménos]
  • aired, ventilated:
    • στα πιο απόμακρα τοπία, όπου φτάνει το αίμα αερισμένο, στα κύτταρα δηλαδή ..., γίνεται το κάψιμο (Saratsis)

[ppp of αερίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go