Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερισμένος, -η, -ο [aerizménos]
- aired, ventilated:
- στα πιο απόμακρα τοπία, όπου φτάνει το αίμα αερισμένο, στα κύτταρα δηλαδή ..., γίνεται το κάψιμο (Saratsis)
[ppp of αερίζω]
- aired, ventilated:



