Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αεραγωγός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεραγωγός ο [aeraγoγós] Ο17 : αγωγός, άνοιγμα, σωλήνας κτλ. από όπου διοχετεύεται, σε κλειστό χώρο, αέρας: Οι αεραγωγοί ανθρακωρυχείου / πλοίου.

[λόγ. αερ(ο)- + αγωγός μτφρδ. γαλλ. porte-vent]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεραγωγός [aeraγoγós] ο, (L)
  • airduct, airhole, airway, air pipe, air feeder, ventiduct (syn αεριστήρας, εξαεριστήρας, εξαεριστικός σωλήνας, οπή αερισμού)

[neol, cpd w. αγωγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go