Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αείποτε [aípote] επίρρ. : (λόγ.) πάντοτε.
[λόγ. αεί + αρχ. ποτέ `κάποτε΄ κατά το ουδέποτε]
[Λεξικό Κριαρά]
- αείποτε, επίρρ.· αείποτες.
-
- Πάντοτε:
- αείποτες έναι οργίλος εις πάσα έναν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369v).
[αρχ. συνεκφ. επιρρ. αεί + ποτέ]
- Πάντοτε:



