Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδρομερώς [a∂romerós] adv
- in broad lines, generally (ant λεπτομερώς):
- ~εζεταζόμενο το σχέδιο |
- δίνω έστω και ~σαφή εικόνα των επαγγελμάτων |
- καθόρισε ... ~ταόρια της δικαιοδοσίας του, δηλαδή τα προνόμιά του (Vacalop)
[fr K]
- in broad lines, generally (ant λεπτομερώς):



