Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδρομερής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδρομερής -ής -ές [aδromerís] Ε10 : που περιγράφεται σε γενικές γραμμές: ~ περιγραφή. αδρομερώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἁδρομερής, ἁδρομερῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδρομερής, -ής, -ές [a∂romerís]
  • done in broad lines, general (ant λεπτομερής):
    • ~ εξέταση |
    • κάνω αδρομερή επισκόπηση της πορείας του ζητήματος

[fr K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go