Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιόριστος -η -ο [aδióristos] Ε5 : που δεν έχει ακόμη διοριστεί σε δημόσια υπηρεσία (ενώ το έχει ζητήσει): Ο σύλλογος των αδιόριστων καθηγητών ζητά την επίσπευση των διορισμών.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιόριστος `χωρίς ορισμό΄ (αρχ. σημ.: `αόριστος΄) κατά τη σημ. της λ. διορίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιόριστος, -η, -ο [a∂ióristos]
- ① not appointed in civil sevice or elsewhere:
- πολλοί εκπαιδευτικοί ήσαν αδιόριστοι |
- ~ δημοδιδάσκαλος
- ② indeterminable or undetermined, indefinable or indefinite (syn ακαθόριστος, απροσδιόριστος):
- οι αδιόριστες κρίσεις δεν προσφέρουν σπουδαία υπηρεσία (Tatakis)
[fr AG, K ἀδιόριστος: *διοριστός (cf εὐ-διόριστος, δυσ-διόριστος): διορίζω]
- ① not appointed in civil sevice or elsewhere:



