Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδιαχώριστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αδιαχώριστα [a∂iaxórista] adv
  • inseparably, closely αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, άρρηκτα, αχώριστα (syn στενά):
    • χωρίζεται ο μοναχός από τα εγκόσμια που είναι ματαιότης..., για να βρίσκεται ~ δεμένος με το Θεό, την αληθινή ύπαρξη (Tatakis) |
    • (ο Σολωμός) εμπνεύσθηκε από μιαν εποχή όπου το ελληνικό ιδανικό ήταν στενά και ~ υφασμένο με το ιδανικό της ελευθερίας (Chourmouzios)

[der of αδιαχώριστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go