Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδιαχώριστα [a∂iaxórista] adv
- inseparably, closely αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, άρρηκτα, αχώριστα (syn στενά):
- χωρίζεται ο μοναχός από τα εγκόσμια που είναι ματαιότης..., για να βρίσκεται ~ δεμένος με το Θεό, την αληθινή ύπαρξη (Tatakis) |
- (ο Σολωμός) εμπνεύσθηκε από μιαν εποχή όπου το ελληνικό ιδανικό ήταν στενά και ~ υφασμένο με το ιδανικό της ελευθερίας (Chourmouzios)
[der of αδιαχώριστος]
- inseparably, closely αναπόσπαστα, αξεδιάλυτα, άρρηκτα, αχώριστα (syn στενά):



