Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αδιαλείπτως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αδιαλείπτως, επίρρ.
  • Xωρίς διακοπή, συνεχώς:
    • (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1380).

[μτγν. επίρρ. αδιαλείπτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go