Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάκοπος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάκοπος -η -ο [aδjákopos & aδiákopos] Ε5 : για κτ. που έχει μεγάλη διάρκεια και που δεν παρουσιάζει διακοπές· ασταμάτητος: H βροχή ήταν αδιάκοπη. Ο ~ θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει. || που έχει διάρκεια και ένταση: H επιτυχία του οφείλεται στην αδιάκοπη μελέτη. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας. Δείχνει ένα αδιάκοπο ενδιαφέρον για τους μαθητές του. αδιάκοπα ΕΠIΡΡ: Tις τελευταίες μέρες χιονίζει ~. Εργάστηκε ~ ολόκληρη τη ζωή του. H γλώσσα εξελίσσεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιάκοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάκοπος, -η, -ο [a∂iákopos]
  • unceasing, ceaseless, uninterrupted, unremitting, relentless, constant, continuous, incessant, persistent (syn αδιάλειπτος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής):
    • αδιάκοπη βροχή persistent rainfall |
    • αδιάκοποι πόλεμοι |
    • αδιάκοπη εργασία (δουλεία) unremitting work |
    • αδιάκοπη προσπάθεια |
    • ~ μόχθος |
    • αδιάκοπη άμιλλα |
    • αδιάκοπη μελέτη assiduous study |
    • αδιάκοπες δυσκολίες |
    • αδιάκοπη έχθρα unremitting hostility |
    • ~ διωγμός relentless persecution |
    • αδιάκοπο ενδιαφέρον unceasing interest |
    • αδιάκοποι έπαινοι unremitting praise |
    • αδιάκοπο μειονέκτημα unceasing handicap |
    • αδιάκοπο χτύπημα ποδιών ceaseless stamp of feet |
    • αδιάκοπη περιποίηση unremitting care |
    • αδιάκοπη εισροή μεταναστών unceasing stream of immigrants |
    • αδιάκοπη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος |
    • ένα συνεχές και αδιάκοπο ρεύμα |
    • αδιάκοπη κίνηση, e.g. η ζωή δεν είναι παρά αδιάκοπη κίνηση |
    • σειρά αδιάκοπων μεταβολών |
    • αδιάκοπη ενθάρρυνση |
    • αδιάκοπη επαγρύπνηση και αγώνας για την ελευθερία |
    • ~ έλεγχος |
    • αδιάκοπη ανανέωση |
    • αδιάκοπη εξέλιξη |
    • αδιάκοπο παραμιλητό |
    • μια αδιάκοπη αγωνία τον κρατεί σε αδιάκοπη υπερδιέγερση |
    • αδιάκοπη στέρηση και αδιάκοπη προσευχή |
    • αδιάκοπη σύγκρουση |
    • έκανε αδιάκοπους τεμενάδες |
    • η ανυπόφορη εικόνα του κυρ Zαφείρη... κρατούσε τα νεύρα του σε αδιάκοπην ένταση (Palam) |
    • ο Δροσίνης στάθηκε σ' αδιάκοπη επαφή με το λαό (Melas) |
    • πιστεύουμε στην αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού μέσα από μιαν αλυσίδα πολιτισμών (Myriv) |
    • οι καλόγριες προσκυνούσαν με αδιάκοπες γονυκλισίες (KPolitis) |
    • πασκίζουν... ν' αναγκάσουν την ύπαρξή μας, αυτό το... αδιάκοπο γίγνεσθαι να μπη πότε στο 'να και πότε στ' άλλο καλούπι (Panagiotop) |
    • η σκηνή της θυσίας του Iσαάκ ακολουθεί μιαν αδιάκοπη δραματική ανιούσα (Dimaras) |
    • η αδιάκοπη φυλετική συνέχεια των Eλλήνων δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν καθόλου άλλες επιδράσεις στους αρχικούς τύπους (Poulianos) |
    • poem βροντή μεγάλη, αδιάκοπη, τρομαχτικού πολέμου (Markoras) |
    • μες στου βουνού τ' αδιάκοπο βαθύ μουκανητό (Sikel) |
    • κι ακούς στα βάθη αδιάκοπο να πέφτη σταλαγμό (id.)

[fr K ἀδιάκοπος, cpd w. διακοπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες