Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αδερφάκι το.
-
- (Σε προσφών.) φίλος:
- (Eρωφ. A´ 135).
[<ουσ. αδερφός + κατάλ. ‑άκι. T. αδελφάκι στο Βλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ.]
- (Σε προσφών.) φίλος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδερφάκι [a∂erfáci] το, (& αδελφάκι)
- ① little (or kid) brother, sibling:
- το συμπαθητικό ~ σου |
- το στερνό ~ μας |
- τα δυο μικρότερα αδερφάκια παίζαν ολομόναχα με τον καπιτάνιο (Myriv) |
- έπαιζα με το πιο μικρό αδελφάκι τους κρατώντας το στην αγκαλιά (SZisis) |
- poem όλα τ' άνθη, μητέρα, δεν είν' αδελφάκια; (Palam) |
- κι αποφάσισα | να γίνω το μικρότερο ~ των πουλιών (Vrettakos) |
- πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του! (Elytis)
- ⓐ endear (beloved) brother or sister:
- σε λίγες μέρες θα σου στείλη ο Θεός ένα μικρό ~, τόσο δα μικρό (KPolitis) |
- θ' αγοράσω μωρουδιακά· φαίνεται πως σ' ένα δυο μήνες θα 'χω ~ (id.) |
- τ' ~ μου ήταν στις Σέρρες ανθρακωρύχος (Pavleas) |
- folks. χαλάλι σ', ~ μου, κι όλα δικά σου να 'ναι |
- τραβάτε μ', αδερφάκια, δεν ηύρα νερό |
- poem εσάς (sc τα κεράσια) και τα τριαντάφυλλα σα δίδυμ' αδερφάκια | με μια πνοή του ο Θεός σάς έρριξ' εδωκάτου (Palam) |
- να σε φιλήσω, αγγελικό τετράχρονο ~ (Boumi-Pappa) |
- και τ' αδερφάκια μου εμισέψαν | χωρίς ποτέ να με σκεφτούνε (Zevgoli)
- ② (close) friend, buddy (syn in αδελφικός φίλος):
- δε μου λες καλόπαιδο... |
- είναι όμορφη η κερά σου, ~; (Skarimpas) |
- αχ τι λαχτάρα | με τρώει. Hρακλής |
- σαν ποια, ~; (Stavrou Ar)
- ⓑ slang robber's accomplice (syn σύντροφος)
[fr late MG αδερφάκι, der of αδερφός]
- ① little (or kid) brother, sibling:



