Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγωνιζόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγωνιζόμενος, -η, -ο [aγonizómenos]
  • fighting, struggling, striving:
    • πώς να κινήσουμε... για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου... έφτασε ο Xριστός; να το ανώτατο χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου (Kazantz) |
    • ο ανταγωνισμός αποτελεί... σύγκρουση, όπου... η ήττα είναι όλεθρος και καταισχύνη του αγωνιζόμενου (Papanoutsos) |
    • ένα από τα τελευταία προπύργια της αγωνιζόμενης ελληνικής Mακεδονίας είπε την τελευταία του λέξη (Terzakis)

[prp of αγωνίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go