Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγριομέλισσα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγριομέλισσα [aγriomélisa] η, entom
  • ① bee, Apis mellifera, in a wild state
  • ② wasp, Vespa vulgaris, Vespa orientalis
  • ③ bumblebee, Bombus (Bombus hortorum, Bombus campestris, Bombus muscarum). In lit:
    • μεθούνε τα πετούμενα, το ταπεινό ψυχάρι κ' η χρυσόμυγα, η ~ και το γεράκι (Prevelakis) |
    • folks. διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια, | διψάει κ' η ~ για ήμερα λουλούδια |
    • poem μ' εσένα ο στοχασμός μου | ολόγυρα από κάθε λούλουδο | φτερούγισε σαν ~ (Sikel) |
    • σαν κόκκινη ~ χνουδάτη | στο μυριόπνοο μέλι το κεντρί (id.) |
    • (η ψυχή)... και μοιάζει | στο αφρόντιστο, στο ανάερο πέταμά της | σαν ~ στη δροσοποταμιά (Xydis)

[cpd fr άγρια μέλισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go