Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγλαός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αγλαός, -ή, -ό [aγlaós]
  • radiant, resplendent, splendid:
    • αγλαά δώρα splendid gifts
  • ⓐ prominent, excellent:
    • νηφάλιος λόγος του αγλαού Aθηναίου (Palam) |
    • (η θεοτική εικόνα της... γυναίκας) αγλαή δημιουργία ενός άξιου καλλιτέχνη (Karouzou) |
    • και θα 'ταν φωτοφόρα η ψυχή του... και συμφιλιωμένη με την ανελέητη μοίρα μέσα στο αγλαότερο κάρπισμά της (Tsatsos) |
    • poem και τεχνίτες σού εκόσμησαν | με θεία αριστουργήματα | τ' αγλαόν άστυ (KKonstantinidis)

[fr AG ἀγλαός 'splendid, shining; beautiful; famous']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go