Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιογραφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιογραφικός, -ή, -ό [ayioγrafikós]
  • of icon painting:
    • αγιογραφικό εργαστήρι |
    • η αγιογραφική και ιστορική αξία της εικόνας |
    • η Tσερνίτσεβα ως μνηστή ήταν εμφάνιση κρίνου μακρόμισχου αγιογραφικού (Melas) |
    • ο πατήρ Γερόντιος από τους προϊσταμένους του αγιογραφικού οίκου... μάς περιμένει (Theotokas)

[der of αγιογράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες