Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλόφιλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλόφιλος -η -ο [aŋglófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Άγγλους και υποστηρίζει τα συμφέροντά τους: Aγγλόφιλη εξωτερική πολιτική.

[λόγ. < γαλλ. anglophile < anglo- = αγγλο- + -phile = -φιλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλόφιλος1 [aŋglófilos] ο,
  • friend of the English, Anglophile.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλόφιλος2, -η, -ο [aŋglófilos]
  • friendly to the English, pro-English, pro-British, Anglophile:
    • το αγγλόφιλο κόμμα Anglophile party.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες