Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγλισμός ο [aŋglizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει το αγγλικό συντακτικό.

[λόγ. Άγγλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anglicisme]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλισμός [aŋglizmós] ο,
  • English idiom, Anglicism, Briticism.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες