Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελόκρουσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελόκρουσμα το [angelókruzma] Ο49 : επιθανάτια αγωνία, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα.

[αγγελοκρουσ- (αγγελοκρούω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελόκρουσμα [aŋɟelókruzma] το,
  • death rattle or agony (syn ψυχορράγημα):
    • poem και στο κρεβάτι, ακριβέ μου, πανώριος εσύ και πεθαίνεις | με του παιδιού τ' ~, με τη γλυκάδα του ρόδου (Palam)
  • ⓐ fig unexpected and frightening surprise (syn αγγελοκρουσμός):
    • ~ του 'ρθε σαν άκουσε την είδηση.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες