Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελοκρούω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελοκρούω [angelokrúo] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. αγγελοκρούστηκα, απαρέμφ. αγγελοκρουστεί, μππ. αγγελοκρουσμένος : (λογοτ., συνήθ. παθ.) 1. βλέπω τον άγγελο του θανάτου στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου· ψυχορραγώ, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ, αγγελοσκιάζομαι, αγγελιάζομαι: Tο παιδί αγγελοκρούστηκε κι άρχισε το χαροπάλεμα. || (ενεργ.): Tον αγγελοκρούει ο χάροντας, να πάρει την ψυχή του. 2. τρομάζω, εκφοβίζω: Tον αγγελοκρούει το αστραπόβροντο. Aγγελοκρουσμένες κλείστηκαν στο σπίτι κι αμπάρωσαν την πόρτα.

[αγγελο- + κρούω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελοκρούω [aŋɟelokrúo] aor αγγελόκρουξα, mediop αγγελοκρούομαι, aor αγγελοκρούστηκα, ppp αγγελοκρουσμένος
  • ① to be about to take s.o.'s life (or soul), of Charos (syn παίρνω την ψυχή):
    • poem δε μπορώ ο μαύρος, δε μπορώ, μ' αγγελοκρούει ο Xάρος (Krystallis)
  • ⓐ fig astound, frighten (syn κατατρομάζω, εκφοβίζω):
    • poem αγγελοκρούει τον άνθρωπον ο λόγος της γυναίκας (Sikel)
  • ② mediop αγγελοκρούομαι, ppp αγγελοκρουσμένος be struck by the death angel, die suddenly
  • ⓑ breathe one's last (syn in αγγελοθωρώ)
  • ⓒ become mad; be seized by love madness
  • ⓓ be frightened, become speechless w. fright (syn κατατρομάζω intr):
    • την είδε κι αγγελοκρούστηκε

[cpd of άγγελος & κρούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες