Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελικό
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελικό [aŋɟelikó] το, region.
  • ① sudden death:
    • ~ να τού 'ρθη |
  • ② anger (syn θυμός, παραφορά)
  • ③ epilepsy (syn επιληψία, σεληνιασμός):
    • τον έπιασε τ' ~ του

[substantiv. n of αγγελικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αγγελικοπρόσωπο(ν) το.
  • Πρόσωπο όμορφο σαν του αγγέλου:
    • (Πιστ. βοσκ. II 1, 263).

[<επίθ. αγγελικός + ουσ. πρόσωπον]

[Λεξικό Κριαρά]
αγγελικός, επίθ.
  • 1)
    • α) Που ανήκει στους αγγέλους, που έχει σχέση με αγγέλους:
      • φωνή αγγελική (Aρμούρ. 49
    • β) ωραίος όπως όσα σχετίζονται με τους αγγέλους:
      • είχεν θεωρίαν αγγελικήν, μεγάλη εμορφοσύνην (Iμπ. 398
      • τον αγγελικόν τον ύμνον (Φυσιολ. (Legr.) 247).
  • 2) Aγνός, ενάρετος, χρηστός:
    • ζωήν αγγελικήν (Iστ. Bλαχ. 1849).
  • 3) Kαλογερικός, μοναχικός:
    • το σχήμα το αγγελικόν μη το καταφρονήσεις (Iστ. Bλαχ. 1798).

[μτγν. επίθ. αγγελικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελικός -ή -ό [angelikós] Ε1 : 1.που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στους αγγέλους: Aγγελική ρομφαία. Aγγελικά τάγματα. || Aγγελικό σχή μα, το ένδυμα που περιβάλλεται ο μοναχός ή η μοναχή. 2. (μτφ.) α. όμορφος και αιθέριος· αγγελόμορφος, αγγελοπρόσωπος: Aγγελική μορφή / έκφραση. Aγγελικό κορμί / πλάσμα / πρόσωπο. || Aγγελική φωνή, μελωδική. β. αγνός, άδολος: Aγγελική ψυχή. Είχε κάτι το αγγελικό. αγγελικά ΕΠIΡΡ: Όμορφος κόσμος, ηθικός, ~ πλασμένος.

[ελνστ. ἀγγελικός (αρχική σημ.: `από αγγελιοφόρο΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελικός, -ή, -ό [aŋɟelikós]
  • ① pertaining to, or of, angels, fitting angels, angelic:
    • ~ ύμνος, ~ αίνος |
    • αγγελική ψαλμωδία angelic psalmody |
    • φόβοι... ταράζουν την αγγελική μορφή της αδελφής Λευκής (Papatsonis) |
    • γαλήνη αγγελική (Venez) |
    • ελπίζω πως θα διαβάσης με κάποιαν αγγελική συγκατάβαση το σημερινό μου... ευχητήριο (Palam) |
    • μήτε ένοιωθε τι θα πη κι από πού μπορούσε να είναι η αγγελική της εκείνη η λύπη (Psichari) |
    • το λάλημα αυτό πόμοιαζε σαν αγγελικό δεν ήταν τάχα δικό του (Christovasilis) |
    • το παιδάκι... είχε μιαν ομορφιά σαν υπερκόσμια, μια έκφραση αιθέρια, κάτι το αγγελικό (Xenop) |
    • δεν ξέρω αγγέλους στην τέχνη τόσο αγγελικούς όσο το στρατιωτάκι του Μονάχου (Papantoniou) |
    • οι δύο ακρότατοι τύποι των αγίων που μεταχειρίζεται {η τέχνη του Aγίου Όρους} |
    • ο ~ κι ο ασκητικός τύπος (id.) |
    • ένοιωθα τώρα στη μορφή του κάτι που δεν ήτανε μονάχα ανθρώπινο, μα και αγγελικό, σαν να βρισκότανε κιόλας η ψυχή του ανάμεσα στο ενθάδε και στο επέκεινα (Theotokas) |
    • τέταρτο είναι το αγγελικό δαιμόνιο, αν δεν αποτελή υπέρβαση λόγου το σχήμα τούτο (Panagiotop) |
    • poem... και μακρομύτες λόγχες | με τα μικρά διχαλωτά φλάμπουρα που γραμμένος ο ~ απάνου τους σαλεύει Ταξιάρχης (Palam) |
    • κ' ήσουν σα να είδες μακριά, στα ειρηνεμένα αστέρια, | κατάσπρα αγγελικά φτερά (Panagiotop) |
    • σα μια διαδήλωση από αγγελικά οράματα (NPappas) |
    • Παντάνασσα, οι χρυσοί ας ανοίξουν θόλοι, | να βγούνε απ' το ηλύσιο περιβόλι, στρατιές αγγελικές (TBarlas)
  • ② pertaining to a monastic order (syn καλογερικός, μοναχικός):
    • ~ βίος monastic life |
    • αγγελικό σχήμα monastic habit |
    • πέρασ' ένα παιδί του σεμινάριου, πικρό και φλογερό κάτω απ' τ' αγγελικό του σχήμα (TAthanasiadis) |
    • το επικείμενο αγγελικό σχήμα της πεντάμορφης καλογριούλας... πέτυχε ν' ανάψη επταπλάσια τον πόθο του (Papatsonis) |
    • ο Βοκκάκιος... παρουσιάζει... τους μοναχούς που κάτω από το αγγελικό σχήμα τους ήταν διαβόλοι (Kanellop) |
    • πρέπει να 'ναι ο Φρα Aντζέλικο που από την αγγελική του τεχνοτροπία καταγόταν ο Πιντουρίκκιο (id.) |
    • αγγελική πολιτεία (η κοινότητα των μοναχών) (Tatakis) |
    • poem στο μοναστήρι ντύθηκε τ' αγγελικό το σκήμα (Palam)
  • ③ angelic, virtuous, chaste, good, honest:
    • αγγελική φύση (ant διαβολική φύση) |
    • ο ~ του κόσμος |
    • αγγελική μορφή |
    • με την αγγελική της ψυχή μ' έμαθε κ' εμένα να γενώ καλύτερος (Kondylakis) |
    • και τι ύπνος ατάραχος, ~, μακάριος! (Xenop) |
    • είναι διάχυτη ανάμεσα στις γραμμές της {της βιογραφίας} όλη η γοητεία της μορφής του, το θέλγητρο της αγγελικής καρδιάς του (Melas) |
    • να "εγγυηθή" στον Βενιζέλο η Σόφια (i.e. the Bulgarian government) είχε τις αγγελικότερες των προθέσεων απέναντί μας (Roussos) |
    • poem κ' η αγγελική ψυχή σου | φωνή και μάτια εγύρισε κατά τον ουρανό (Solom) |
    • ~ ως ήτανε πάντοτε και γαλήνιος (Skipis) |
    • το αγγελικό είχες μήνυμα να φέγγης φως στα μάτια (SPasagiannis)
  • ④ handsome or beautiful as an angel, of angelic beauty, divine, majestic, angelic, of voice, stature, gait etc:
    • αγγελική μορφή angelic physiognomy |
    • αγγελικό κορμί angelic figure |
    • αγγελικά μάτια |
    • αγγελικό χαμόγελο |
    • αγγελικό στήθος |
    • μια έκφραση αγγελική |
    • περνούν ζωή αγγελική |
    • αγγελικό πρόσωπο |
    • αγγελική κορμοστασιά angelic stature |
    • έναν κόσμο σχεδόν αγγελικόν που βασιλεύει αδιατάραχτη γαλήνη ιερουργική (Melas) |
    • τι κράμα... αγγελικής χάρης και διαβολικής διαπεραστικότητας (id.) |
    • άρχισε ν' απαγγέλλη κάτι στίχους... για μιαν αγγελική κόρη με ξέμπλεκα ξανθά μαλλιά (Theotokas) |
    • την Aνάσταση την είχε φαντασθή με τη μορφή μιας αγγελικής παρθένας (Thrylos) |
    • μια ξανθούλα με αγγελικά μαλλάκια (Charitaki) |
    • folks. τ' αγγελικό σου το κορμί πώς να το θεωρήσω; |
    • με μια φωνή αγγελικιά τα πάθη της δηγάται |
    • poem πέστε αν είδετε ποτέ σας |...|...| τέτοια αγγελική θωριά (Solom) |
    • είχε το βλέμμα ο νέος προσηλωμένο | στ' αγγελικό | περίλυπο κοράσι (Markoras) |
    • στα δύο της χέρια κλίνοντας τ' αγγελικό κεφάλι (id.) |
    • αγγελικό και μαύρο φως, | γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου (Seferis) |
    • χαριτωμένες ύπαρξες, πλάσματα αγγελικά (Malakasis) |
    • μες σε καράβια σύγνεφα που ξεκινούν κι αγάλι | τ' αγγελικά σας κάλλη | τα πάνε κάπου αλλού (id.) |
    • σε μια σπηλιά τα σώματά τους | επέταξε τ' αγγελικά (Skipis)

[fr MG ← K ἀγγελικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελικότητα η [angelikótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αγγελικού: H ~ του βλέμματός της.

[λόγ. αγγελικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες