Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελικά [aŋɟeliká] adv, region. & lit
- in an angelic manner, angelically, beautifully, exquisitely, of majestic walking, sweet voice etc:
- τραγουδάει ~, περπατεί ~ |
- δυο χρόνια κοντά μάς κυβέρνησε ~ (Makryg) |
- διάβασα το... ~ εμπιστευτικό γράμμα (Palam) |
- να μου ζήσης, χορευταρά μου! ~ την επατάς τη γης! (Prevelakis) |
- δαίμονες... του δίνουνε άλλος μονέδα, άλλος γυναίκα... μ' αυτός ~ θωρεί τα ουράνια (μ' = μα; Vlami) |
- poem δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος· | Όμορφος κόσμος, ηθικός, ~ πλασμένος (Solom; meaning here 'from the same stuff the angels are made' acc to L. Politis, Solomos 2, Suppl. |
- Lexil) |
- και στων αχών τα κύματα για λίγο βυθισμένη {sc η ψυχή} | ~ στο διάστημα φτερώνει αλαφιασμένη (Sikel) |
- πάνω στης αιωνιότητας | το βράχο οι κρινοδάχτυλες | ~ χορεύουν | κ' είν' ο γκρεμνός τους τώρα αθανασία (Skipis)
[der of αγγελικός]
- in an angelic manner, angelically, beautifully, exquisitely, of majestic walking, sweet voice etc:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγέλικα [aŋɟélika] η, bot
- ① name of two umbelliferous plants, aegipodium podagraria (syn συριακή ρίζα) and seseli peloponnesiacum
- ② liqueur containing angelica oil from the plant archangelica officinalis (syn μαστίχα, ντούζικο, ούζο)
[fr Lat angelica]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγγελικάτος, επίθ.
-
- Ωραίος, χαριτωμένος σαν άγγελος:
- νέα … αγγελικάτη (Δεφ., Σωσ. 25).
[<επίθ. αγγελικός + κατάλ. ‑άτος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ωραίος, χαριτωμένος σαν άγγελος: