Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειογραφία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγειογραφία [aŋɟioγrafía] η,
  • ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
    • τι γίνονται τα καλλιτεχνικά στοιχεία που έζησαν... μέσα... στην ~ των Eλλήνων; (Panagiotop)
  • ② a vase painting:
    • σε μια παλιά ~ παραστένεται ο Διόνυσος με το χορό των Σατύρων τριγύρω του (ELambridi) |
    • οι ψυχές των πεθαμένων παριστάνονται σαν μικρά φτερωτά είδωλα σε πολλές αρχαίες αγγειογραφίες (KRomeos) |
    • το σχέδιο..., οι... λεπτομέρειες, η πτύχωση ανακαλούν τις καλύτερες αγγειογραφίες του Eυφρονίου στα χρόνια του Kλεισθένους (SKarouzou)
  • ③ med the study of the blood vessels of humans, angiography.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγειογραφία 1 η [angioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη και η τεχνική της ζωγραφικής διακόσμησης των αγγείων καθώς η αντίστοιχη παράσταση: Mια ~ που παριστάνει το θάνατο του Πατρόκλου / σκηνή από συμπόσιο. 2. η αγγειολογία 1.

[λόγ. αγγειο- 1 + -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγειογραφία 2 η : (ιατρ.) εξέταση των αιμοφόρων αγγείων του σώματος ύστερα από ένεση με υγρό αδιαφανές για τις ακτίνες X, ώστε να είναι δυνατή η απεικόνισή τους.

[λόγ. < γαλλ. angiographie < angio- = αγγειο- 2 + -graphie = -γραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες