Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλλιώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαλλιώ [aγalió] Ρ10.4α : (λόγ.) αγαλλιάζω: Aγαλλιά αυτός, όταν εμείς θρηνούμε.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαλλιῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγαλλιώ.
  • Xαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι:
    • οι άγγελοι χαίρονται και αγαλλιούσι (Θυσ. 857 κριτ. υπ).

[μτγν. αγαλλιάω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλλιώ [aγalió] (L) aor αγαλλίασα,
  • take delight in sth, rejoice, exult, be elated (syn αγαλλιάζω, αναγαλλιάζω):
    • αγαλλιά κάτω από τα μουστάκια του αυτός (Palaiologos) |
    • poem ο αναίσθητος | που, όταν όλοι εμείς θρηνούμε, αυτός αγαλλιά | και, όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε | αυτός αναίτια σκυθρωπάζει (Elytis)

[fr MG ← K ἀγαλλιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες