Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλιανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλιανός, -ή, -ό [aγaljanós]
  • ① slow (syn οκνός)
  • ② whispered, low-voiced (syn σιγανός, χαμηλόφωνος, ψιθυριστός) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες