Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αγαλβάνιστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαλβάνιστος -η -ο [aγalvánistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γαλβανίσει ή που δεν μπορούν να τον γαλβανίσουν. ANT γαλβανισμένος: Aγαλβάνιστη λαμαρίνα.

[λόγ. α- 1 γαλβανισ- (γαλβανίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαλβάνιστος, -η, -ο [aγalvánistos]
  • of iron or steel, not coated w. zinc, not galvanized

[cpd of γαλβανιστός ← γαλβανίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go