Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβγάτιση
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αβγάτιση η· εβγάτιση.
  • Προκοπή:
    • (Σπαν. (Ζώρ.) V 539).

[<αβγατίζω + κατάλ. ση. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go