Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβατιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβατιακός, -ή, -ό [avatjiakós]
  • of an abbey:
    • αβατιακή εκκλησία του Bέρντεν (Kanellop).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες