Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαριάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αβαριάτος, -η, -ο [avarjátos] naut
  • having sustained damage, damaged, of ship or cargo:
    • καράβι αβαριάτο
  • ⓐ coming from a damaged ship:
    • αβαριάτο πράμα goods from a damaged ship

[fr It avariato 'damaged']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες