Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαρέλιαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβαρέλιαστος -η -ο [avarélastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έβαλαν σε βαρέλι: Aβαρέλιαστο τυρί.

[α- 1 βαρελιασ- (βαρελιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβαρέλιαστος, -η, -ο [avaréljastos]
  • not put in barrels:
    • αβαρέλιαστο τυρί (ant βαρελιασμένος) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες