Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αβανταδόρικος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβανταδόρικος -η -ο [avandaδórikos] Ε5 : που αφορά τον αβανταδόρο ή που έχει σχέση με αυτόν: Aβανταδόρικο κόλπο / τέχνασμα. Aβανταδόρικη σκηνοθεσία. αβανταδόρικα ΕΠIΡΡ.

[αβανταδόρ(ος) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβανταδόρικος, -η, -ο [avanda∂órikos]
  • pertaining to an αβανταδόρος; αβανταδορίστικος 'id.'; theat:
    • αβανταδόρικοι ρόλοι.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go