Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαβοέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αβαβοέ η.
  • Προκαταβολή:
    • να του διπλάσει την αβαβοέ (Aσσίζ. 4525).

[<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες