Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάσταγος -η -ο [avástaγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ.) που τίποτα δεν τον συγκρατεί· ασυγκράτητος, ανυπόμονος: ~ άνθρωπος.
[μσν. αβάσταγος < αβάστα(κτος) μεταπλ. -γος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσταγος, -η, -ο [avástaγos]
- ① unrestrained, impetuous, aggressive, wild (syn ακράτητος, ασυγκράτητος, ορμητικός):
- ο Σολιώτης είναι ~ (Melas) |
- poem κι απάνου τους χτυπούσανε φτερούγια αβάσταγα όρνια (Palamas) |
- σκορπούν τη λάβρα των αβάσταγων σατύρων (id.)
- ② unbearable (syn ανυπόφορος):
- ~ πόνος |
- αβάσταγη βαρύτατη μελαγχολία (KParaschos) |
- φαντάσματα της αβάσταγης ζέστης (Kastanakis) |
- poem και τ' ανάνοιχτα χέρια είν' αβάσταγο βάρος (NPapazachariou)
- ⓐ heavy:
- poem ξερωγιάζοντας τα αβάσταγα τσαμπιά (Sikel)
[fr MG (11th c.) αβάσταγος 'impetuous'; cf αβάσταχτος]
- ① unrestrained, impetuous, aggressive, wild (syn ακράτητος, ασυγκράτητος, ορμητικός):