Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβάσκαντος -η -ο [aváskandos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δε ματιάστηκε ή δε ματιάζεται· αμάτιαστος: Tο φυλαχτό τον κράτησε αβάσκαντο. || (σε ευχή) που να μη βασκαθεί: Tόσο είναι έξυπνο και γνωστικό τ΄ αβάσκαντο!
[ελνστ. ἀβάσκαντος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβάσκαντος, -η, -ο [aváskandos]
- unaffected by the evil eye (syn αμάτιαστος):
- είναι ~ γιατί έχει φυλαχτό απάνω του |
- είναι έξυπνο και γνωστικό τ' αβάσκαντο! the boy is clever and wise, may he not be affected by the evil eye! (Vlachoyannis) |
- poem χαρά στον ερωτόκριτο, τον άξιο αρχούλη | που σέρνει αγάπες πίσω του κοπάδια | με τα γλυκά τραγούδια του και το σουραύλι | και με τ' αβάσκαντα γλυκά του μάτια (Gryparis)
[fr K ἀβάσκαντος: βασκαίνω]
- unaffected by the evil eye (syn αμάτιαστος):