Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσαμε [ísame] πρόθ. : (λαϊκότρ.) με επίρρημα ή με αιτιατική ή με πρόταση που αρχίζει με το να· ως, έως, μέχρι. α. για χρονικό όριο, τέρμα: ~ χθές / αύριο. Kανείς δεν το βρήκε ~ (τα) τώρα και θα το βρεις εσύ; || ~ την Tρίτη. || ~ να
, έως ότου να
, ώσπου να
: Θα σε περιμένω ~ να τελειώσεις. Είδα κι έπαθα ~ να τα καταφέρω. β. για τοπικό όριο, τέρμα: ~ εδώ / εκεί. Ίσαμ΄ εδώ. ~ πού θα πας; Προχώρησε ~ την άκρη. Έφτανε ~ τον ουρανό. γ. (για όριο ποσότητας, μεγέθους κτλ.) περίπου και λιγότερο από
: Kοστίζει ~ χίλιες δραχμές. ~ δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Θα ζύγιζαν ~ πέντε κιλά.
[μσν. ίσαμε < ίσα + με]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσαμε, πρόθ.
-
- (Σε σύγκριση) σαν:
- λίθον είχε μέγα … ίσαμε ωόν στρουθίου (Πτωχολ. α 301).
[<επίρρ. ίσα + πρόθ. με. Η λ. και σήμ.]
- (Σε σύγκριση) σαν:



