Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ίασπις
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίασπις ο [íaspis] Ο : (λόγ.) αδιαφανής πολύτιμος λίθος.

[λόγ. < αρχ. ἴασπις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go