Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ήτοι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήτοι [íti] : (λόγ.) επεξηγηματικό μόριο σε εξαιρετικά περιορισμένη χρήση· δηλαδή: Πήραν 1250 ψήφους, ~ ποσοστό 25%.

[λόγ. < αρχ. ἤτοι]

[Λεξικό Κριαρά]
ητοιμάζω,
βλ. ετοιμάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
ητοιμασία η,
βλ. ετοιμασία.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go