Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έφορος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
έφορος ο.
  • Εκείνος που εφορεύει, εποπτεύει:
    • αυτοί θέλουσι δώσει λόγον τῳ εφόρῳ Θεῴ (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 366).

[αρχ. ουσ. έφορος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έφορος 1 ο [éforos] Ο19 : προϊστάμενος οικονομικής εφορίας· οικονομικός έφορος.

[λόγ. < έφορος 2, σημδ. γαλλ. percepteur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έφορος 2 ο : 1.αυτός που εποπτεύει μια υπηρεσία ή μια οργάνωση: ~ αρχαιοτήτων, προϊστάμενος αρχαιολογικής υπηρεσίας. ~ προσκόπων. 2. στην αρχαία Σπάρτη, καθένας από τους πέντε πολιτικούς άρχοντες που είχαν ετήσια θητεία.

[λόγ. < αρχ. ἔφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες