Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έρμαιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
έρμαιον το.
  • Απροσδόκητη τύχη, ανέλπιστο κέρδος:
    • (Δούκ. 18728).

[αρχ. ουσ. έρμαιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go