Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έξωθι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έξωθι, επίρρ.
  • Έξω από:
    • έξωθι του κάμπου (Κλήμ., Ενθυμ. 101).

[<επίρρ. έξω + κατάλ. θι]

[Λεξικό Κριαρά]
εξωθιό(ν), επίρρ.· οξωθιό· οξωθιόν.
  • 1) Παραπέρα:
    • (Κυπρ. ερωτ. 1405).
  • 2)
    • α) (Ενίοτε με προηγ. την πρόθ. από) εκτός από:
      • έδωσεν ανήρ εις εσέν το πλάγιασμά του από οξωθιό τον άντρα σου (Πεντ. Αρ. V 20
    • β) (ενίοτε με επόμενο το επίρρ. μόνε) παρά μόνο:
      • στόριαση δεν εσείς βλέπετε οξωθιό φωνή (Πεντ. Δευτ. ΙV 12· Γέν. XLVII 18).

[<επίρρ. έξωθεν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go