Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έξαψη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έξαψη η [éksapsi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξάπτω. α. πολύ έντονη διέγερση: H ~ των παθών. β. έντονη ψυχική κατάσταση: Δεν ελέγχει τα λόγια του, γιατί βρίσκεται σε ~. 2. (ιατρ.) παροδικό αίσθημα θερμότητας, κυρίως στο πρόσωπο, που συνοδεύεται από κοκκίνισμα και οφείλεται σε ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος: Aρρώστια που προκαλεί συχνές εξάψεις.

[λόγ. < αρχ. ἔξαψις `ζέσταμα΄ (-σις > -ση)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαψήφιος -α -ο [eksapsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει έξι ψηφία: Οι αριθμοί των τηλεφώνων στη Θεσσαλονίκη είναι εξαψήφιοι.

[λόγ. εξα- + -ψήφιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go