Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έντερον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντερόνεια η [enderónia] Ο27 : (λόγ.) 1. (ναυτ.) η εσωτερική (ξύλινη) επένδυση σκάφους. 2. (βοτ.) εντεριώνη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐντερόνεια· 2: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go