Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ένσαρκος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ένσαρκος, επίθ.
  • Έκφρ. ένσαρκος οικονομία = η ενανθρώπιση του Θεού:
    • (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 1641).

[μτγν. επίθ. ένσαρκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go