Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμφυτον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
έμφυτον το· έφυτον.
  • Κτήμα που βαρύνεται με εμφύτευση:
    • δίδει … τον κήπον του εις έμφυτον έως καιρόν ποσούμενον (Ασσίζ. 7814).

[ουδ. του επιθ. έμφυτος ως ουσ. Ο τ. στο Du Cange (φι‑) και στο LBG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go