Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμφραξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμφραξη η [émfraksi] Ο33 : (λόγ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμφράσσω: ~ διόδου / αγγείου / αρτηρίας. 2. (στην οδοντιατρική) σφράγισμα.

[λόγ. < αρχ. ἔμφραξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go