Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμπλεος -ος -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμπλεος -ος -ο [émbleos] Ε17 : (λόγ.) γεμάτος, συνήθ. για πρόσωπο που κυριαρχείται από κάποιο συναίσθημα: ~ χαράς, γεμάτος χαρά, περιχαρής. ~ ενθουσιασμού / φόβου. ~ από χαρά / φόβο.

[λόγ. < αρχ. ἔμπλεος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go