Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμμηνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμμηνα τα [émina] Ο40 : (παρωχ.) η περίοδος της έμμηνης ρύσης, της εμμηνόρροιας των γυναικών.

[λόγ. < ελνστ. ἔμμηνα τά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go