Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έμεσμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμεσμα το [émezma] Ο49 : (λόγ.) ό,τι αποβάλλεται κατά την έμεση· εμετός.

[λόγ. < αρχ. ἔμεσμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go