Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: έλκωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έλκωμα το [élkoma] Ο49 : (ιατρ.) τραύμα που έγινε έλκος.

[λόγ. < ελνστ. ἕλκωμα, αρχ. σημ.: `πληγή΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go